- διαχειριστής
- ο (θηλ. -ίστρια)1. αυτός που διαχειρίζεται κάτι, ιδίως ξένη περιουσία2. υπάλληλος επιφορτισμένος με τη διαχείριση χρημάτων ή υλικού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαχειριστής — ο θηλ. στρια υπάλληλος που διαχειρίζεται χρήματα και υλικά ξένου ενδιαφέροντος: Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας μας είναι πολύ σχολαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
DESFA — греч. ΔΕΣΦΑ Διαχειριστής Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου Тип публичная компания Год основания 2005 … Википедия
διοικητής — ο (AM διοικητής, Α και θηλ. διοικήτρια) [διοικώ] αυτός που διοικεί ή διευθύνει μια υπηρεσία νεοελλ. 1. «γενικός διοικητής» αυτός που διευθύνει γενική διοίκηση 2. «στρατιωτικός διοικητής» εκείνος που ασκεί τις έκτακτες εξουσίες που απορρέουν από… … Dictionary of Greek
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek
αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… … Dictionary of Greek
επάγγελμα — Εργασία ή υπηρεσία που εκτελείται με συντονισμένο τρόπο από ένα άτομο, το οποίο είναι σε θέση να μετέχει στην οικονομική δραστηριότητα. Στην έννοια αυτή συμπεριλαμβάνεται και η σωματική ή πνευματική προσπάθεια της μαθητείας, που είναι απαραίτητη… … Dictionary of Greek
θησαυροφύλακας — ο (ΑΜ θησαυροφύλαξ) φύλακας θησαυρού νεοελλ. 1. αυτός που διευθύνει θησαυροφυλάκιο 2. μτφ. αυτός που συντηρεί κάτι σαν θησαυρό («παθῶν θησαυροφύλακας», Παλαμ.) μσν. ταμίας και διαχειριστής κοινότητας, κράτους, ηγεμόνα κ.λπ. αρχ. πάπ. φύλακας… … Dictionary of Greek
κονσερβατόρος — ο (κατά τη βενετοκρατία στα Επτάνησα, στην Κρήτη κ.α.) διοικητής και διαχειριστής τών ενεχυροδανειστηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conservatore < λατ. conservator < λατ. ρ. conservo «φυλάσσω, συντηρώ»] … Dictionary of Greek
κουροπαλάτης — Ανώτατος αυλικός αξιωματούχος στην περίοδο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, επιφορτισμένος με τη διεύθυνση του παλατιού. Η λέξη προήλθε έπειτα από σύντμηση του λατινικού curator palatii, που αναφερόταν σε ρωμαϊκό αξίωμα. Ο κ. αναλάμβανε την εξουσία… … Dictionary of Greek
λορδός — (lord). Τίτλος ευγενείας. Στη Μεγάλη Βρετανία ο τίτλος αναφέρεται γενικά σε πρίγκιπα ή μονάρχη, καθώς και σε φεουδάρχη ανώτερης βαθμίδας, ο οποίος υπάγεται άμεσα στην εξουσία του βασιλιά. Αφορά τους κληρονόμους του τίτλου, οι οποίοι δικαιούνται… … Dictionary of Greek